- ελαιοπαραγωγή
- η1. η παραγωγή λαδιού.2. σοδειά ελιάς ή λαδιού: Καταστράφηκε η φετινή ελαιοπαραγωγή της Λέσβου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελαιοπαραγωγή — η παραγωγή, σοδειά λαδιού … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ελαιοπαραγωγικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ελαιοπαραγωγή ή στον ελαιοπαραγωγό 2. (για τόπο) ελαιοπαραγωγός, ελαιοφόρος … Dictionary of Greek
Κερκύρας, νομός — Νομός (641 τ. χλμ., 111.975 κάτ.) της περιφέρειας Ιονίων Νήσων με πρωτεύουσα την Κέρκυρα. Η επικράτειά του περιλαμβάνει το ομώνυμο νησί, τα νησιά Παξοί, Αντίπαξοι, Οθωνοί, Μαθράκι, Ερεικούσα και τις νησίδες Άγιος Νικόλαος, Πτυχία, Ποντικονήσι,… … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek